Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πανομιλεί — πανομῑλεί , πανομιλεί in whole troops indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανομιλεί — και πανομιλί Α επίρρ. με όλο το πλήθος, πανδημεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ὅμιλος + επιρρμ. κατάλ. εί (πρβλ. παμμελ εί)] … Dictionary of Greek